σμήξη

σμήξη
η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ [σμήχω]
νεοελλ.
ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του
αρχ.
1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)
2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή
3. σκούπισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σμήξῃ — σμήχω wipe off aor subj mid 2nd sg σμήχω wipe off aor subj act 3rd sg σμήξηι , σμῆξις cleansing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”