- σμήξη
- η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ [σμήχω]νεοελλ.ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό τουαρχ.1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή3. σκούπισμα.
Dictionary of Greek. 2013.